- ραφανίδα
- η / ῥαφανίς -ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη τού οποίου είναι τα γνωστά σήμερα ως ρεπάνια ή ρεπανάκια, αλλ. ράφανος2. η σαρκώδης ρίζα, ο κόνδυλος τού φυτού αυτού, που στην αρχαία Αθήνα τόν χρησιμοποιούσαν για την τιμωρία τών μοιχών («ῥαφανῑδας λαμβάνοντες καθίεσαν εἰς τοὺς πρωκτοὺς τούτων», Αριστοφ.)αρχ.φρ. «ῥαφανὶς ἡ ἀγρία» — αγριοράπανο, λαψάνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κληματ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.